dog-eared
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dog-eared (en) (χωρίς παραθετικά)
- τσακισμένος, για ένα βιβλίο που χρησιμοποιείται τόσο πολύ που οι γωνίες πολλών από τις σελίδες είναι γυρισμένες προς τα κάτω
- ↪ Most of the pages of his books are dog-eared.
- Οι περισσότερες σελίδες των βιβλίων του είναι τσακισμένες.
- ↪ Most of the pages of his books are dog-eared.