dogana

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dogana (it) θηλυκό (πληθυντικός: dogane)

→ δείτε και τη λέξη δογάνα (ιδιωματικό)