dogana
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dogana (it) θηλυκό (πληθυντικός: dogane)
- → δείτε και τη λέξη δογάνα (ιδιωματικό)
dogana (it) θηλυκό (πληθυντικός: dogane)