dogma
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dogma | dogmas / dogmata |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogma (en)
- το δόγμα
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogma (es)
- το δόγμα
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dogma | dogmi |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogma (it)
- το δόγμα
Κροατικά (hr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogma (hr)
- το δόγμα
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogma (nl)
- το δόγμα
Ουγγρικά (hu)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogma (hu)
- το δόγμα
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogma (pt)
- το δόγμα
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogma (sk)
- το δόγμα
Σλοβενικά (sl)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogma (sl)
- το δόγμα
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogma (cs)
- το δόγμα
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Κροατική γλώσσα
- Ουσιαστικά (κροατικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Ουγγρική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ουγγρικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Σλοβακική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σλοβακικά)
- Σλοβενική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σλοβενικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)