dogmatiseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dogmatiseur | dogmatiseurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dogmatiseur (fr) αρσενικό
- αυτός που μιλάει με δογματισμό
ενικός | πληθυντικός |
dogmatiseur | dogmatiseurs |
dogmatiseur (fr) αρσενικό