dogmatiseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dogmatiseur dogmatiseurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dogmatiseur (fr) αρσενικό