domaĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

domaĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα domaĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας domaĝas domaĝanta domaĝata
αόριστος domaĝis domaĝinta domaĝita
μέλλοντας domaĝos domaĝonta domaĝota
υποθετική domaĝus - -
προστακτική domaĝu - -

domaĝi (eo)