domingu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αστουριανά (ast)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]domingu αρσενικό (πληθυντικός domingos)
![]() |
domingu αρσενικό (πληθυντικός domingos)