domniță

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
domniță < doamnă + -iță (κυριολεκτικά κυριούλα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

domniță (ro) θηλυκό

  1. κόρη ή σύζυγος ευγενούς ή πρίγκιπα
  2. ποιητικός τρόπος αναφοράς άνδρα προς νεαρή γυναίκα