dorë
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dorë (sq) θηλυκό (οριστικός τύπος: dora) (πληθυντικός: duar)
dorë (sq) θηλυκό (οριστικός τύπος: dora) (πληθυντικός: duar)