dosologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dosologie | dosologies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dosologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
dosologie | dosologies |
dosologie (fr) θηλυκό