downfall

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

downfall < down- + fall

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

downfall (en) (μόνο ενικός)

  • η πτώση, η απώλεια των χρημάτων, της εξουσίας, της κοινωνικής θέσης ενός ατόμου κτλ.· αυτό που προκαλεί αυτό
    Several factors contributed to his downfall.
    Πολλοί παράγοντες συντέλεσαν στην πτώση του.

Πηγές[επεξεργασία]