dressoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dressoir | dressoirs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dressoir (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
dressoir | dressoirs |
dressoir (fr) αρσενικό