druidique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
druidique | druidiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
druidique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τον δρυΐδη
ενικός | πληθυντικός |
druidique | druidiques |
druidique (fr) αρσενικό ή θηλυκό