Μετάβαση στο περιεχόμενο

duck

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
duck ducks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

duck (en)

  1. (πτηνό) πάπια
  2. (ιδιωματικό) θηλυκή πάπια

Συγγενικά

[επεξεργασία]