πάπια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάπια οι πάπιες
      γενική της πάπιας
    αιτιατική την πάπια τις πάπιες
     κλητική πάπια πάπιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια πάπια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάπια < μεσαιωνική ελληνική πάπια < (ηχομιμητική λέξη) (πα πα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάπια θηλυκό

  1. (πτηνό) νηκτικό πτηνό που μοιάζει με τη χήνα, αλλά μικρότερο σε μέγεθος
     συνώνυμα: καναβή, νήσσα, πάπος, πρασίνι
  2. (μεταφορικά) δοχείο που χρησιμοποιείται κυρίως στα νοσοκομεία για την ούρηση των κατάκοιτων ασθενών
     συνώνυμα: ουροδοχείο
  3. (μεταφορικά) μικρή μοτοσικλέτα, παπί, παπάκι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

 συνώνυμα: κάνω το κορόιδο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]