cane

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cane canes

cane (en)

  • το μπαστούνι, το ραβδί
    He has difficulties walking without a cane.
    Δυσκολεύεται να περπατήσει χωρίς μπαστούνι.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας cane
γ΄ ενικό ενεστώτα canes
αόριστος caned
παθητική μετοχή caned
ενεργητική μετοχή caning

cane (en)

  • ραβδίζω
    I caned him so he wouldn’t do it again.
    Τον ράβδισα για να μην το ξανακάνει.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kan/
 
ομόηχα: canne, cannes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cane canes

cane (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη canard



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cane (it)