anas
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- anas < πρωτοϊταλική *anats < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énh₂ts (πάπια)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐nas
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]anas (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anas | anatēs |
γενική | anatis | anatum |
δοτική | anatī | anatibus |
αιτιατική | anatem | anatēs |
κλητική | anas | anatēs |
αφαιρετική | anate | anatibus |