παπί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παπί | τα | παπιά |
| γενική | του | παπιού | των | παπιών |
| αιτιατική | το | παπί | τα | παπιά |
| κλητική | παπί | παπιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παπί < υποκοριστικό του πάπια

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παπί ουδέτερο
- η μικρή πάπια
- μικρή μοτοσικλέτα με μηχανή 50 έως 125 κυβικών και ποδιά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παπί
|
|