dumbfounded
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dumbfounded < dumbfound
Επίθετο
[επεξεργασία]dumbfounded (en)
- άναυδος, αποσβολωμένος
- I'm dumbfounded - μένω άναυδος
- αποστομωμένος
dumbfounded (en)