dyshidrose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dyshidrose | dyshidroses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dyshidrose (fr) θηλυκό
- (ιατρική) δυσίδρωση ή δυσιδρωσία
ενικός | πληθυντικός |
dyshidrose | dyshidroses |
dyshidrose (fr) θηλυκό