dzielnik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dzielnik < dzielić
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dzielnik (pl) αρσενικό