dzielenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dzielenie (pl) ουδέτερο
- (μαθηματικά) η διαίρεση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- dzielna
- dzielić
- dzielnik
- podzielność
- podzielenie
- przedzielać/przedzielić
- rozdzielać/rozdzielić
- udzielić
- wydzielać/wydzielić