désavantage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.za.vɑ̃.taːʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
désavantage | désavantages |
désavantage (fr) αρσενικό
- το μειονέκτημα, το ντεζαβαντάζ