détective
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.tɛk.tiv/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
détective | détectives |
détective (fr) αρσενικό ή θηλυκό