ek-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Πρόθημα[επεξεργασία]

ek- (eo)

  • πρόθημα που δηλώνει κάτι που αρχίζει να υπάρχει

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Χρησιμοποιείται και «αυτόνομο»: eka - αρχικός