Μετάβαση στο περιεχόμενο

eldiven

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eldiven < (μεταφραστικό δάνειο) περσική دستوان (dastuvān)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛl.diˈven/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eldiven (tr)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]