empaquetage
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| empaquetage | empaquetages |
empaquetage (fr) αρσενικό
- το πακετάρισμα
| ενικός | πληθυντικός |
| empaquetage | empaquetages |
empaquetage (fr) αρσενικό