empowerment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
empowerment (en)
- η εξουσιοδότηση, η μεταφορά εξουσίας σε κάποιον
- η ικανότητα αυτοπροσδιορισμού των ατόμων ή των ομάδων με παράλληλη δυνατότητα αυτόβουλης και ελεύθερης δράσης τους, (η αυτοδιάθεση του ατόμου ή ομάδων)
- (πχ η φτώχεια, η χούντα, η λογοκρισία είναι αποδυναμωτικοί κι αντίθετοι παράγοντες)