Μετάβαση στο περιεχόμενο

empowerment

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

empowerment (en)

  1. η εξουσιοδότηση, η μεταφορά εξουσίας σε κάποιον
  2. η ικανότητα αυτοπροσδιορισμού των ατόμων ή των ομάδων με παράλληλη δυνατότητα αυτόβουλης και ελεύθερης δράσης τους, (η αυτοδιάθεση του ατόμου ή ομάδων)
    (πχ η φτώχεια, η χούντα, η λογοκρισία είναι αποδυναμωτικοί κι αντίθετοι παράγοντες)