encrage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
encrage encrages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

encrage (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]