endocrinologista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
endocrinologista (pt) < από το endocrinologia + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
endocrinologista | endocrinologistas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
endocrinologista (pt)