entremetteuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
entremetteuse | entremetteuses |
entremetteuse (fr) θηλυκό (στο αρσενικό: entremetteur)
ενικός | πληθυντικός |
entremetteuse | entremetteuses |
entremetteuse (fr) θηλυκό (στο αρσενικό: entremetteur)