entremetteuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
entremetteuse entremetteuses

entremetteuse (fr) θηλυκό (στο αρσενικό: entremetteur)