envagoniĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- envagoniĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα envagoniĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | envagoniĝas | envagoniĝanta | envagoniĝata |
αόριστος | envagoniĝis | envagoniĝinta | envagoniĝita |
μέλλοντας | envagoniĝos | envagoniĝonta | envagoniĝota |
υποθετική | envagoniĝus | - | - |
προστακτική | envagoniĝu | - | - |
envagoniĝi (eo)