ereksiyon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ereksiyon < (άμεσο δάνειο) γαλλική érection[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛ.ɾɛc.siˈjɔn/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ereksiyon (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ereksiyon - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν