ernähren
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ernähren (de)
- (μεταβατικό) τρέφω, διατρέφω
- (reflexiv) sich ernähren - τρέφομαι, διατρέφομαι
ernähren (de)