esperantiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- esperantiste < espéranto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
esperantiste | esperantistes |
esperantiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό