Μετάβαση στο περιεχόμενο

esquisse

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
esquisse esquisses

esquisse (fr) θηλυκό