esta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
esta estas

esta (pt) θηλυκό

  • αυτή εδώ (μιλώντας για κάτι ή κάποιαν που βρίσκεται κοντά σ' αυτόν που μιλάει)