estländisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : est‐län‐disch
Επίθετο[επεξεργασία]
estländisch (de)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- estländisch - Duden online.