estnisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈeːstnɪʃ/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : est‐nisch
Επίθετο[επεξεργασία]
estnisch (de)
Δείτε επίσης : Estnisch |
estnisch (de)