eten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]eten (nl) (αόριστος : at (πλ: aten), παθ. μτχ. : gegeten)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]eten (pl) αρσενικό