Μετάβαση στο περιεχόμενο

αιθένιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιθένιο τα αιθένια
      γενική του αιθενίου
& αιθένιου
των αιθενίων
    αιτιατική το αιθένιο τα αιθένια
     κλητική αιθένιο αιθένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αιθένιο < (από τη μετάφραση-μεταγραφή της διεθνούς oνοματολογίας οργανικών ενώσεων στα ελληνικά) αιθ- + -εν- + -ιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αιθένιο ουδέτερο

  • (χημεία) συστηματικό όνομα του άχρωμου, άγευστου και άοσμου αερίου με χημικό τύπο C2H4

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]