exacerbate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
exacerbate < λατινική exacerbo < ex + acerbo
Προφορά[επεξεργασία]
/ɪɡˈzasəbeɪt,ɛkˈsas-/
Ρήμα[επεξεργασία]
exacerbate (en)