excédent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
excédent | excédents |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]excédent (fr) αρσενικό
- το πλεόνασμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη excéder
ενικός | πληθυντικός |
excédent | excédents |
excédent (fr) αρσενικό