Μετάβαση στο περιεχόμενο

excavation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
excavation excavations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

excavation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανασκαφή, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασκάπτω
      archaeological excavations - αρχαιολογικές ανασκαφές
      The excavation site is remote.
    Η τοποθεσία της ανασκαφής είναι απομακρυσμένη.
  2. (μη μετρήσιμο) η εκσκαφή, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκσκάπτω
      Excavation of the basement/of the tunnel will take a month.
    Η εκσκαφή του υπογείου/της σήραγγας θα πάρει ένα μήνα.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

excavation (fr) θηλυκό