excavation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
excavation | excavations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]excavation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανασκαφή, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασκάπτω
- ⮡ archaeological excavations - αρχαιολογικές ανασκαφές
- ⮡ The excavation site is remote.
- Η τοποθεσία της ανασκαφής είναι απομακρυσμένη.
- (μη μετρήσιμο) η εκσκαφή, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκσκάπτω
- ⮡ Excavation of the basement/of the tunnel will take a month.
- Η εκσκαφή του υπογείου/της σήραγγας θα πάρει ένα μήνα.
- ⮡ Excavation of the basement/of the tunnel will take a month.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]excavation (fr) θηλυκό
- η εκσκαφή