ανασκαφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανασκαφή οι ανασκαφές
      γενική της ανασκαφής των ανασκαφών
    αιτιατική την ανασκαφή τις ανασκαφές
     κλητική ανασκαφή ανασκαφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασκαφή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀνασκαφή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na.skaˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐σκα‐φή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανασκαφή θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασκάπτω, το σκάψιμο της γης για ανεύρεση αρχαίων ή προϊστορικών αντικειμένων και λειψάνων
    Οι αρχαιοκάπηλοι κάνουν συχνά παράνομες ανασκαφές

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]