ανάσκαψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάσκαψη οι ανασκάψεις
      γενική της ανάσκαψης* των ανασκάψεων
    αιτιατική την ανάσκαψη τις ανασκάψεις
     κλητική ανάσκαψη ανασκάψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανασκάψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανάσκαψη < ανασκάπτω + -ση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈna.ska.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νά‐σκα‐ψη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανάσκαψη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]