excretum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λατινικά : excretus (en) αρσενικό, excreta (en) θηλυκό, excretum (en) ουδέτερο
- excretum: ένα σκατό (ενιαίο κομμάτι)
- πληθυντικός excreta: κακά ή τσίσα (γενικά)