exercício
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
exercício | exercícios |
exercício (pt) αρσενικό
- η άσκηση
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
exercício | exercícios |
exercício (pt) αρσενικό