exhaustivement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exhaustivement < exhaustif
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛɡ.zo.stiv.m̃ɑ/
Επίρρημα[επεξεργασία]
exhaustivement (fr)