Μετάβαση στο περιεχόμενο

expectation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
expectation expectations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
expectation < expect + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

expectation (en)

  • η προσδοκία
      The box office receipts fell short of the theater director’s expectations.
    Οι εισπράξεις του ταμείου υπελήφθησαν των προσδοκιών του διευθυντού του θεάτρου.
      She lived up to our expectations.
    Ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας.