Μετάβαση στο περιεχόμενο

extrémité

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
extrémité extrémités

extrémité (fr) θηλυκό